Τετάρτη 3 Αυγούστου 2011

Eυαγγέλιο: Ναί ή όχι στη μετάφραση;

ΕΠΙΣΤΟΛΗ Μ’ ΑΦΟΡΜΗ ΑΡΘΡΟ ΣΤΗΝ «Ε» ΤΟΥ ΘΕΟΛΟΓΟΥ κ. ΧΑΡΗ ΑΝΔΡΕΟΠΟΥΛΟΥ

Ευαγγέλιο: Ναι ή όχι στη μετάφραση;

Του Κώστα Νούση, Φιλολόγου - θεολόγου ΑΠΘ

Στον  απόηχο του πρόσφατου διαλόγου σχετικά με το ζήτημα της μετάφρασης στη νεοελληνική γλώσσα των λειτουργικών κειμένων στην «Ελευθερία» θα κατατεθούν εδώ λίγες ακόμα «προοδευτικές» σκέψεις που προφανώς και πάλι θα σκανδαλίσουν κάποιους, όπως ενόχλησαν προσφάτως και οι τοποθετήσεις του φίλου και συναδέλφου, θεολόγου καθηγητή και δημοσιογράφου Χάρη Ανδρεόπουλου («Ε», 6/7/2011, σελ. 7), ο οποίος λίαν διακριτικά κινήθηκε υπέρ μιας «εν πνευματική συνέσει» παράλληλης διατήρησης και συνύπαρξης της αρχαίας γλώσσας και  της νεοελληνικής της απόδοσης στα εν λόγω κείμενα χάριν αποδοτικότερης πρόσληψης και αμεσότερης χρηστικής πρόσβασής της από τον πολύπλευρα απαίδευτο σήμερα λαό του Θεού.

Το πιο ενοχλητικό σε αυτές τις συζητήσεις δεν είναι τόσο η ουσία του ζητήματος όσο η προχειρότητα μερικών θέσεων και εκφράσεων που το ευτελίζουν στα μάτια εκείνων που πραγματικά θα ήθελαν να ακούσουν μια πληρέστερη θεολογική – και όχι μόνο μια μικροεθνική συναισθηματικού τύπου – τεκμηρίωση. Γιατί λοιπόν να απαξιώνουμε ως προοδευτικό – χρωματίζοντας αρνητικά την παρεξηγημένη αυτή, θαυμάσια όμως λέξη - κάποιον που λέει κάτι έτερο από τις συντηρητικές μας - συνήθως - προαποφασισμένες αγκυλώσεις παντός τύπου; Και μάλιστα όταν ο εν λόγω χαρακτηριζόμενος τυγχάνει να είναι εν Χριστώ αδελφός; Για ποιο λόγο να συνδέουμε με ιστορικοθεολογικούς ιδίας προελεύσεως ή επαναλαμβανόμενους εκ τετριμμένης αναμασήσεως ακροβατισμούς την επέλαση του Μ. Αλεξάνδρου με μια αποκλειστική προτίμηση του Θεού σε μια συγκεκριμένη ιστορική φάση της ελληνικής γλώσσας εις βάρος άλλων γλωσσών ή και σε βάρος ετέρων μορφών της ιδίας; Καταντά επίσης κουραστικό να γίνεται μια αδιάλειπτη κινδυνολογική επίκληση διάσωσης της εθνικής μας και όποιας άλλης παραδόσεως υπέρ την ιερά εκκλησιαστική Παράδοση.

Μήπως ο Θεός δεν εξηρτάτο, όπως διδάσκεται  εσφαλμένα,  από την ελληνική γλώσσα για τη διάδοση του λόγου του σε οικουμενικό επίπεδο; Μήπως αυτός δεν τη δημιούργησε και αυτήν και προφανώς μπορεί να την αντικαταστήσει με μια τελειότερη; Τα κτιστά όργανα και κατηγορήματα – γλώσσες, παραδόσεις, τέχνες, πολιτισμοί – δεν προέρχονται από την άκτιστη ενέργεια του Θεού; Μια οιαδήποτε ειδωλοποίησή τους τελικά βλάπτει ή ωφελεί την Εκκλησία; Η επανάληψη, ως φαίνεται, του παλιού ιουδαϊκού αμαρτήματος της εθνοκεντρικής αποκλειστικότητας και υπεροχής αχνοφέγγει στις συνειδήσεις, τις εκφράσεις και τα υποσυνείδητα πολλών γύρω μας. Η τολμηρή πρακτική του Νικοπόλεως Μελετίου – σεβασμίου και αγιοτάτου επισκόπου – φαίνεται να προσκρούει απλώς στις συνήθως επιφυλακτικές και συντηρητικότροπες αποφάσεις των τοπικών – ως δηλοί η εκκλησιαστική ιστορία -  εκκλησιαστικών συνόδων – προς πνευματική μάλλον ωφέλεια των πιστών εκ της πνευματικής μας ανωριμότητας και όχι λόγω μιας φονταμενταλιστικής νοοτροπίας των συνοδικών οργάνων και ανικανότητάς τους για ρηξικέλευθες πρακτικές. Είναι δε άξιον  απορίας πώς δεν σκέπτονται μερικοί ότι η ελληνιστική κοινή θεωρούνταν στην εποχή της μια «υποβαθμισμένη» έκδοση της αττικής τελειότητας και γινόταν κατανοητή από όλο τον κόσμο ως η απλή καθομιλουμένη της εποχής και όχι ως μια ιερή μαγική γλώσσα, όπως οράται σήμερα. Ένας επίσης απλός γνώστης των εκκλησιαστικών γραμμάτων και των ποικίλων μορφών της γλώσσας μας, όπως αυτή απαντάται στις διάφορες λατρευτικές ακολουθίες και στα έργα των ορθοδόξων Πατέρων, σίγουρα θα αναρωτιέται ποια από αυτές είναι η πιο ιερή, η πλέον θεόσδοτη. Εκεί άλλωστε που πας να πιάσεις μια σταθερή φόρμα της γλώσσας και του σημασιολογικού φάσματος των λέξεών της και να τα καθιερώσεις στο χώρο μιας υπερβατικής τάξης πραγμάτων περιειλιγμένων με ένα πέπλο μυστηρίου και ένα φάσμα απαγορευτικών διατάξεων οιασδήποτε μεταβολής τους, την ίδια στιγμή σαν τον μυθικό Πρωτέα αλλάζουν μορφή και σου γλιστράνε μέσα από τα χέρια, ακολουθώντας τους  φυσικούς νόμους της αέναης κίνησης των κτιστών όντων, που ο ίδιος ο Κύριος έθεσε.

Η Εκκλησία πολεμάει με μένος τη μαγεία και την ειδωλολατρία σε κάθε χονδροειδή ή εκλεπτυσμένη παρουσία τους. Θεωρώ πως σε καμιά περίπτωση δε θα επευλογούσε, στο δικό της μάλιστα χώρο, μια μαγική αντίληψη συνομιλίας με τον Θεό μέσω μιας και μόνο γλωσσικής μορφής απαξιώνοντας εμμέσως τη δυνατότητα άλλων φυλών και λαών να μιλήσουν μαζί Του επί ίσοις όροις λόγω των «κατώτερων» γλωσσικών μέσων στη λατρεία τους. Από την άλλη δεν είναι και κομψό να στερούμε από το Άγιο Πνεύμα τη δυνατότητα να χορηγεί στην Εκκλησία του τη Χάρη να μεταφράζονται τα ιερά λόγια στη γλώσσα και στο γνωστικό επίπεδο των ανθρώπων κάθε ξεχωριστής εποχής και τόπου, μόνο και μόνο λόγω της ραθυμίας, της δειλίας, της ανικανότητας και της έλλειψης αγιότητας των εκκλησιαστικών ταγών – κληρικών και θεολόγων – να προβούν σε μια καλύτερη διαποίμανση του διψασμένου πνευματικά σύγχρονου ανθρώπου και της κάλυψής τους πίσω από διάφορα ενδοκοσμικά ιστορικοκεντρικά λάβαρα και φοναταμενταλιστικές φανφάρες ή επιχειρήματα δηλωτικά ημιμάθειας.

Μερικοί με τις εμμονές τους σε μαγικές συνταγές πνευματικότητας  μάλλον θα δίνουν την εντύπωση στο σύγχρονο άνθρωπο ότι μαινόμαστε στην Εκκλησία μας ακούγοντας ακαταλαβίστικα στους πολλούς λόγια (Α΄ Κορ. ιδ΄ 23). Είναι πολύ διαφωτιστικός στο σχετικό κείμενό του ο Παύλος (Α΄ Κορ. κεφ. 14) αναφορικά με την επιθυμία του υπερίσχυσης της λογικής λατρείας του Θεού έναντι μιας παρεξηγημένης χαρισματικού – υπερλογικού τύπου διάστασής της. Όλοι σίγουρα θα θέλαμε να είμαστε στα ιερά χώματα της Γαλιλαίας και να ακούμε τον απλό – αλλά αρρήτως υπερβαίνοντα τις γνωστικές μας κατηγορίες - και εύπεπτο λόγο του Κυρίου που σαγήνευε τα πλήθη. Δε θα είχαμε τότε διλήμματα για μεταφράσεις ή για στείρες αντιπαραθέσεις. Θα νιώθαμε μόνο πως το βασικό κριτήριο των ενεργειών και των επιλογών μας θα έπρεπε να εστιάζει στην ανεύρεση τρόπων δια των οποίων θα αγαπήσουμε περισσότερο τον Χριστό και θα φέρουμε κοντά του όσο πιο πολλούς αδελφούς μας μπορούμε, σκεπτόμενοι και σεβόμενοι και την αδυναμία των «χωλών, τυφλών, κωφών, κυλλών και ετέρων πολλών» (Ματθ. ιε΄ 30) πνευματικά ασθενών και αναπήρων ανθρώπων της τραγικής μας εποχής.

* Η επιστολή - άρθρο του Κώστα Νούση δημοσιεύεται στην  εφημερίδα "Ελευθερία" της Λάρισας (3/7/2011, σελ. 8)