tag:blogger.com,1999:blog-7243764849118373149.post4023144069841515895..comments2022-04-09T23:11:22.552-07:00Comments on Θεολογικό ιστολόγιο Λάρισας: Δεν καταργούνται τα Θρησκευτικά...(δόξα τω Θεώ!!!) στα "Ευρωπαϊκά Σχολεία"...Haris Andreopouloshttp://www.blogger.com/profile/14693156337060830740noreply@blogger.comBlogger2125tag:blogger.com,1999:blog-7243764849118373149.post-66054984420049270092008-07-23T23:18:00.000-07:002008-07-23T23:18:00.000-07:00Copyrigt @ George HoliastosΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ...Copyrigt @ George Holiastos<BR/><BR/><BR/><BR/>ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ<BR/><BR/> Γεωργίου Χολιαστού<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Ο Βαλτάσαρ ήτανε ο ένας από τους τρεις μάγους που προσκύνησαν το μικρό Χριστό. Χρόνια πολλά μετά ο Βαλτάσαρ, καθισμένος ίσως δίπλα σ' ένα τζάκι, διηγείται στον εγγονό του τα γεγονότα εκείνης της ημέρας.<BR/>Ο Βαλτάσαρ διηγείται στον εγγονό του<BR/>Πηγαίναμε οι τρεις μας. Για ημέρες <BR/>επάνω στης καμήλας μας τη ράχη <BR/>με την υπομονή δώσαμε μάχη <BR/>και της ερήμου τις φρυγμένες ξέρες.<BR/><BR/>Και κάποια νύχτα εφάνηκε το αστέρι. <BR/>Ήταν καθώς σκυμμένοι από χρόνια <BR/>το 'δαμε, στα ιερά και προαιώνια <BR/>μέσα βιβλία, στης Περσίας τα μέρη.<BR/><BR/>Τώρα στ' αλήθεια μας εφανερώθη. <BR/>Κι ενώ ήτανε λαμπρό σαν ήλιοι χίλιοι <BR/>για μας σα γλυκερό ήτανε καντήλι- <BR/>κανένα μας το μάτι δεν 'τυφλώθη.<BR/><BR/>Και με απαλή μι' αγνότη και μια χάρη <BR/>λαμπρόφεγγε. Κι η νύχτα ήταν δικιά του. <BR/>Κι έλουζεν όλα πάνου κι όλα κάτου. <BR/>Και η ψυχή μας 'λάφρωσε' κι εχάρη.<BR/><BR/>Και λες χορεύοντας και τραγουδώντας <BR/>σαν κοριτσόπουλο ερωτεμένο <BR/>τραβούσε μπρος το τρισευλογημένο <BR/>πίσω του άλαλους κι εμάς τραβώντας.<BR/><BR/>Και πια δε νιώθαμε καθόλου κόπο. <BR/>Και τ' άστρι τ' ωραιότερο κι απ' τ' άνθη <BR/>πάνω από μια σπηλιά πήγε κι εστάθη <BR/>τον άγιο έτσι δείχνοντας τον τόπο.<BR/><BR/>Στον θεοσύναχτο μπήκαμε χώρο. <BR/>Μα σα μηχανικά μπροστά στα πόδια <BR/>που μωρουδίστικη χύναν ευώδια <BR/>καθένας μας απόθεσε το δώρο.<BR/><BR/>Γιατί και νους και σώμα και ψυχή μας <BR/>αμέσως δέσμια εγίνανε στο βρέφος-<BR/>δέσμια καθώς είναι η βροχή στο νέφος <BR/>και η ζωή κι η βλάστηση στη γη μας.<BR/><BR/>Και μεις οι τρεις,που σ' όλη μας τη ζήση <BR/>με μυστικά μεθάμε τ' ουρανού μας, <BR/>εμείς όπου αλάθητα το νου μας <BR/>με γνώση και σοφία έχουμε ασκήσει,<BR/><BR/>εμείς, σ' αυτό το βρέφος μι' άλλη γιε μου <BR/>είδαμε, θεια Φύση θρονιασμένη <BR/>που είθε όλην της τη μεστωμένη <BR/>την ευλογιά να νιώσω μέσαθέ μου:<BR/><BR/>έτσι καθώς τα ροδαλά χεράκια-<BR/>τ' αγνά, κινούσε, εκείνα εμεγαλώναν<BR/> θεριεύανε, γιγάντωναν, απλώναν <BR/>(τα’ άγια Του, τα μικρούλικα χεράκια!)<BR/><BR/><BR/>και μία φτιάχναν αγκαλιά μεγάλη <BR/>τρανότερην απ' την ουράνια εκείνη<BR/>που 'βλεπες μέσα στοργικά να κλείνει <BR/>τον κόσμο μας κι αυτός ζεστά να πάλλει.<BR/><BR/>Κι ως τα ποδάκια πλέκανε τα δυο Του, <BR/>λες ότι κιόλας είχε βγει στη στράτα <BR/>κι όπου πατούσε τα κακά φευγάτα <BR/>και αντρειωμένο τώρα το καλό Του.<BR/><BR/>Και όταν η βουλη Του-α! η βουλή Του!_ <BR/>το γιορτινό Της άπλωνε το χέρι, <BR/>το "ναι" του αδύνατου γινόταν ταίρι <BR/>και ο παλμός συντρόφι του ακινήτου.<BR/><BR/>Και στις βραγιές του απείρου του ζοφώδους <BR/>κόσμοι επλάθονταν, ήλιοι εγεννιόνταν, <BR/>το φως δοξαστικά εμφανιζόνταν <BR/>κι έρρεαν ποταμοί λάβας φλογώδους.<BR/><BR/>Και μες στου βρέφους τα ματάκια όπου <BR/>μιαν εσοβάρευαν, μια παιχνιδίζαν,<BR/>έβλεπες αγριόκρινα κι ανθίζαν <BR/>η ευτυχία κι η χαρά του ανθρώπου.<BR/><BR/>Κι έβλεπες πειρασμών άγριες ερήμους <BR/>να γίνονται ολοπράσινες οάσεις' <BR/>κι έβλεπες πεθαμένων αναστάσεις <BR/>και ύμνους άκουες εορτασίμους.<BR/><BR/>Κι άκουες τη φωνή την εξαισία <BR/>να συμβουλεύει και να παροτρύνει<BR/>και την εθαύμαζες που φλόγα εγίνει <BR/>εκεί-στην επί Όρους Ομιλία.<BR/><BR/>Και μες απ' τα χειλάκια Του να βγαίνει <BR/>άκουσα μια φωνή, που αναγάλλια <BR/>όμως και φρίκη μου 'φερε ως αγάλια <BR/>στη νύχτα απλώνονταν την αγνισμένη:<BR/><BR/>«Έίμαι το Φως. Και Είμαι η Αλήθεια. <BR/>Όποιος θελήσει και Μ' ακολουθήσει <BR/>αυτός στο σκότος δε θα περπατήσει <BR/>αλλά στα φώτα της ζωής τα πλήθια.<BR/>Για σας η γήινη ζωή Μού εδόθη. <BR/>Τη Θεία διδασκαλία Μου δεχτείτε <BR/>και γίνετε έτσι άξιοι να μπείτε <BR/>στη Βασιλεία για σας που ’θεμελίώθη.<BR/><BR/>Κι αν θα διαλέξετε να Με σκοτώστε <BR/>σκοτώστε Με' μα εγώ κι απ' το σταυρό Μου<BR/>απ' τον Πατέρα θα ζητώ Θεό μου <BR/>σταυρό γι αυτό εσείς να μη σηκώστε».<BR/><BR/>…Σκέφτομαι γιε μου και γελώ με μένα-<BR/>πήγα κρατώντας δώρα μες στα χέρια <BR/>σ' Αυτόν που δώρα, γη, ουρανούς κι αστέρια <BR/>μ' ένα Του Λόγο μόνο έχει πλασμένα".<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>TO ΒΟΔΙ ΤΗΣ ΦΑΤΝΗΣ<BR/>Σ' ευχαριστώ Θεέ μου που μ' αξίωσες<BR/>να δω το γιο Σου.<BR/>Και αν δεν έχει το γλυκό το βόδινο<BR/>το πρόσωπό Σου<BR/>και αν δεν έχει όπως περιμέναμε<BR/>τέσσερα πόδια<BR/>μα η ψυχή του ολόλευκη και πάναγνη<BR/>καθώς στα βόδια.<BR/>Πολύ Εσύ καλλίτερ' από μένανε<BR/>ξέρεις τι πρέπει.<BR/>Εσύ που η ματιά Σου η ολοκάθαρη<BR/>όλα τα βλέπει.<BR/>Και ξέρεις πως απάνω στο χωμάτινο<BR/>της γης το τόπι<BR/>τα πλάσματα που σωτηρία θέλουνε<BR/>ειν' οι ανθρώποι.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>_. Τα ευαγγέλια μάς λένε ότι ο Ιωσήφ ήθελε να διώξει τη Μαρία όταν είδε πως ήταν έγκυος χωρίς να έρθει σε επαφή μαζί του. Και ενώ εβασανίζονταν από την ιδέα αυτή, είδε ένα όνειρο.<BR/>To όνειρο του Ιωσήφ<BR/>Ο Ιωσήφ κοιμήθηκε, Σκέψεις θανατερές <BR/>το απλοικό παιδεύουνε μυαλό του. <BR/>Κι όταν αποκοιμήθηκε-πέθανε κάλλιο πες-<BR/>ηρθ' ένας άγγελος μες στ' όνειρό του.<BR/><BR/>Κι ήταν you αγγέλου τα φτερά λευκότερα απ' το φως' <BR/>κι ο Ιωσήφ στον ύπνο του εταράχτη' <BR/>κι ήτανε σαν τρισμέγιστος ν' ανάτειλε λαμπρός<BR/>ήλιος κανείς από μια κρύα στάχτη.<BR/><BR/>Και σοβαρή μία φωνή εβγήκε απ' τα λεπτά <BR/>κι ευγενικά του άγγελου τα χεΐλη <BR/>όπως το Μέγα Έλεος βγαίνει από τα σεπτά <BR/>τα χείλη Εκείνου που τον είχε στείλει:<BR/><BR/>"Μην τρέμεις-έναν άγγελο βλέπεις Ιωσήφ εδώ. <BR/>Απ' το θεό στη γη στάλθηκα κάτου'<BR/>κι ειν' έργο μου μοναδικό να λειάνω την οδό <BR/>για να διαβεί το Άγιο Θέλημά Του.<BR/><BR/>Και είναι Θείο Θέλημα, Ιωσήφ, να γεννηθεί <BR/>ο Λόγος του Θεού από τη Μαρία' <BR/>είναι σε μήτρα μέσα μια θνητή να σαρκωθεί <BR/>του γένους των θνητών η σωτηρία.<BR/><BR/>Κι ειν1 η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί <BR/>μέσα της το Άγιο Πνεύμα να καρπίσει.<BR/>Κι ειν' η Μαρία η εκλεκτή που άξια έχει κριθεί <BR/>τον μόνο του θεού Γιο να γεννήσει.<BR/><BR/>Αυτός, το σπόρο που κρατεί για κάθε Αληθινό, <BR/>για κάθε ΩραΙο και για κάθε Μέγα, <BR/>Αυτός που όλα κυβερνάει από τον ουρανό-<BR/>Αυτός, το Άλφα όλων και τ' Ωμέγα,<BR/><BR/>Αυτός που εφύτεψε το Φως σrou Σκότους την καρδιά <BR/>και άνθίσανε οι Ήλιοι και οι Μέρες, <BR/>Αυτός που εσκόρπισε στης γης τη ράχη την πλατιά <BR/>ζώα κι ανθρώπους και φυτά κι αγέρες,<BR/><BR/>Αυτός το σπόρο εδιάλεξε να στείλει της Ζωής <BR/>μες στης Μαρίας τη μήτρα την αγία' <BR/>κι αυτή 'ναι η ενανθρώπιση της Θείας της Πνοής <BR/>κι αυτή 'ναι η Ένσαρκος Οικονομία.<BR/><BR/>Σήκω και στη γυναίκα σου στάσου Ιωσήφ κοντά <BR/>και όπως πριν σκεπτόσουν μη τη διώξεις-<BR/>στα σπλάχνα της των Προφητών μέσα η φωνή βοά <BR/>κι οι σάλπιγγες ηχούν της Θείας Δόξης.<BR/><BR/>Λοιπόν μη βασανίζεσαι, Μη σκέψεις αλγεινές <BR/>παιδεύουν το καθάριο το μυαλό σου' <BR/>ειν' η Μαρία Υψηλή μέσα στις ταπεινές-<BR/>ειν' αειπάρθενος η σύντροφός σου!•<BR/><BR/>Εξύπνησε ο Ιωσήφ. Και με φωνή απαλή <BR/>"Σ' ευχαριστώ Θεέ μου" φιθυρίζει΄<BR/>και στη Μαρία πάει κοντά κι αγγελικό<BR/>στα βλογημένα Της μαλλιά φιλί χαρίζει.<BR/> <BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Προσευνή μικρού παιδιού<BR/>Όταν ήσουνα Χριστούλη <BR/>σαν και με παιδί μικρό <BR/>ζήταγες απ' τον μπαμπά σου <BR/>να σου πάρει παγωτό;<BR/><BR/>Ζήταγες απ' τη μαμά σου <BR/>να σου πάρει καραμέλες; <BR/>Σ' άρεσε και Σε να παίζεις; <BR/>Σαν και μένα έκανες τρέλλες;<BR/><BR/>Από κει ψηλά που είσαι <BR/>"ναι" Σ' ακούω να μου λες, <BR/>γιατί αφού Θεούλης ήσουν <BR/>δε γινότανε να κλαις.<BR/><BR/>Μα εμένα-δες Χριστέ μου, <BR/>τα ματάκια μου όλο κλαίνε <BR/>γιατί σ' ό,τι τους ζητήσω <BR/>"ναι" ποτέ τους δε μου λένε.<BR/><BR/>Αχ! Χριστούλη! Μίλησέ τους! <BR/>"Τα παιδάκια", να τους πεις,<BR/>"άλλες έχουν προτιμήσεις <BR/>απ' αυτές που 'χετε σεις.<BR/><BR/>Μη λοιπόν τα τυραννάτε,<BR/>κι όταν κάτι σας ζητούν <BR/>κάνετέ το-έτσι αθώα <BR/>δε λυπάστε να πονούν;"<BR/><BR/>Κι από τότε οι γονείς μας <BR/>σαν και Σε να σκέφτονται ίδια <BR/>κι η ζωή μας να κυλάει <BR/>με γλυκά και με παιχνίδια.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Σαν περιβόλι<BR/>Καθώς Θεέ τους βόλους του <BR/>μικρό παιδί κρατάει <BR/>και Συ μες στην παλάμη Σου <BR/>ίδια κρατείς την Πλάση.<BR/><BR/>Κι όταν γυρίζεις να τη δεις <BR/>από χαρά μεθάει΄ <BR/>κι όταν μια λέξη θα της πεις <BR/>ανθεί σαν περιβόλι.<BR/><BR/><BR/><BR/>Χιλίων<BR/>Τι κι αν τις εντολές όλες τηρήσω <BR/>τι κι αν πιστέψω και μετανοήσω-<BR/>αφού έχω σκέψη και βουλή δική μου <BR/>σίγουρη έχω εγώ την Κόλασή μου.<BR/><BR/> <BR/>Αφού βαδίζω κόντρα στον αέρα,<BR/>τη νύχτα αφού εγώ την κάνω μέρα,<BR/>την πέτρα αφού απ' τον τόπο της την παίρνω<BR/>και όπου ο νους μου ορίζει τηνε φέρνω-<BR/>αφού αντίθετα ενεργώ στη Φύση αντιστρατεύομαι το Θείο Μεθύσι' <BR/>αφού χαλώ την Τάξη των Πραγμάτων <BR/>Χιλίων είμαι άξιος θανάτων.<BR/><BR/><BR/><BR/>Διαπιστώσεις<BR/>Όχι πως κάνω κριτική Θεέ μου στη βουλή Σου, <BR/>μα έχω μια διαπίστωση τα χρόνια τούτα κάνει: <BR/>κάθε χρονιά και πιο αργεί να έρθει η γέννησή Σου <BR/>ενώ όλο και πιο γρήγορα η σταύρωσή Σου φτάνει.<BR/><BR/><BR/>Λογίκή προσευχή<BR/>Παράλογος δεν είμαι Θε μου <BR/>(θυμάσαι; εικόνα Σου κι ομοίωσή Σου!) <BR/>γι αυτό κι η προσευχή μου λογική θα είναι.<BR/>Δε Σου ζητώ καλούς να κάνεις τους ανθρώπους'<BR/>να μη φοράνε μόνο μάσκες καλωσύνης.<BR/>Δε Σου ζητώ να μη πατούν τα πόδια τ' άνθη'<BR/>τ' άνθη όμως Θε μου να μη νιώθουν πόνο.<BR/>Κι ούτε οι πόλεμοι να σταματήσουν'<BR/>μόνο τα όπλα ας έχουν πάνω τους ζωγραφισμένο<BR/>εν' άστρο.<BR/>μια λαμπρίτσα, ή, Θεέ μου,<BR/>(που 'ναι ίδιο)<BR/>τη μορφή Σου.<BR/><BR/><BR/><BR/> Θα δεις<BR/>Όλα γύρω μου μου λένε <BR/>να γελάσω-γα χαρώ. <BR/>Όταν όμως άλλοι κλαίνε <BR/>τότε Θε μου δεν μπορώ.<BR/><BR/>Κάνε Θε μου πρώτα εκείνους <BR/>χαρωπούς και πια θα δεις-<BR/>ευτυχίας θ' ανθίζω κρίνους <BR/>απ’ τα βάθη της ψυχής.<BR/><BR/><BR/> To άγγιγμα του θεού<BR/>Όσα χτυπήματα η ζωή <BR/>Θεέ μου κι αν μας δίνει<BR/>καθένα του με τον καιρό <BR/>περνάει-ξεχνιέται-σβήνει.<BR/><BR/>Εν' άγγιγμα όμως από Σε<BR/>πάντα δικό μας μένει-<BR/>με φως το νου μας πλημμυρά <BR/>και ΣΤΗΝ ψυχή μας δένει.<BR/><BR/> <BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>θεός και Χρόνος<BR/>Τάχα οι άνθρωποι το Χρόνο εβρήκαν, <BR/>τον πήρανε, τον κόψανε κομμάτια <BR/>και λένε στην ουσία του πως μπήκαν <BR/>και πως γνωρίσαν μήκη του και πλάτια.<BR/><BR/>Κι αν όμως οι πολλοί έτσι νομίζουν <BR/>με τη μεγάλη που τους δέρνει άγνοια, <BR/>ο Χρόνος, για όσους πράγματι γνωρίζουν <BR/>στη Θείαν αναπαύεται τη Διάνοια.<BR/><BR/><BR/><BR/>Δεν είναι<BR/>Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι <BR/>σα γάτα πα' σε δέντρο <BR/>που να γλιτώσει απ' του σκυλιού <BR/>πασκίζει τα σαγόνια,<BR/><BR/>δεν είναι γιατί μέσα της <BR/>φτηνές χαρές γυρεύω' <BR/>δεν είναι τόπους για να δω <BR/>ή πλούτη να μαζέψω.<BR/><BR/>Απ' τη ζωή αν γατζώνομαι <BR/>δεν είναι για να ζήσω-<BR/>είναι για να 'χω τον καιρό, <BR/>Θε μου, να Σε γνωρίσω.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Κατάκτηση<BR/>Άραγε πώς θ' ακούγεται η φωνή μας <BR/>στα Θεία Σου τ 'αυτιά; <BR/>Αστείοι και μεις κι αυτή μαζί μας <BR/>και θα γελάς πλατιά.<BR/><BR/>Μόνο τα Πνεύματα με Σε μιλάνε <BR/>κι αυτά μονάχα ακούς' <BR/>τα λόγια μας εμάς χαμένα πάνε <BR/>κι ας τα γεννάει ο νους.<BR/><BR/>Μα 'γω έψαξα και βρήκα τη μονιά Σου <BR/>και κει Σε καρτερώ. <BR/>Έλα! Και κάψε με με τη Φωτιά Σου! <BR/>Ζώσε με με Καιρό!<BR/><BR/>To ξέρω πως με νιώθεις-δε Σ1 αγγίζω <BR/>με ανάρμοστη φωνή' <BR/>δεντρί πανώριο είσαι και θροίζω <BR/>του κλώνου σου κλωνί.<BR/><BR/><BR/>Η λύση<BR/>Με κράζει το πουλί <BR/>κοντά του με καλεί' <BR/>το δρόμο αναμετράω: <BR/>μακριά μου-δε θα πάω.<BR/><BR/>Στον ουρανό εν' αστέρι <BR/>μου άπλωσε το χέρι <BR/>μα ό,τι και να κάνω <BR/>μακριά μου-δεν το φτάνω.<BR/><BR/>Μα να ο Θεός που πλάι,<BR/>μαζί μου περπατάει <BR/>κι όλα, πουλιά κι αστέρια <BR/>κρατεί στα δυο Του χέρια<BR/><BR/><BR/><BR/>Με σιωπή<BR/>Και όλα όταν διαβάσω τα βιβλία <BR/>και όλους αν ακούσω τους σοφούς <BR/>στην ίδια μένω πάλι απορία, <BR/>στο ίδιο πάλι σκότος του ο νους.<BR/><BR/>Ούτε την πιο μικρή δεν έχω ιδέα <BR/>για την ουσία Σου ή τη Μορφή-<BR/>κάθε υπόθεση που κάνω νέα <BR/>στην αίσθηση άφταστη είναι κορυφή.<BR/><BR/>Και πώς να Σου μιλήσω; Σε ποια γλώσσα; <BR/>Σε λέξης ποιας το νόημα να χαθώ; <BR/>Ποια να Σε κλείσει Εσένα εικόνα ζώσα <BR/>και πώς, Θεέ, να Σου προσευχηθώ;<BR/><BR/>Αλλ' αγαπώ αυτή μου την τυράγνια <BR/>κι αγάλλομαι γι αυτή μου την ντροηή:<BR/>το Θείο το γνωρίζεις με την Άγνοια <BR/>και του μιλάς μονάχα με Σιωπή.<BR/><BR/><BR/><BR/>Προσευχή ευσεβούς μελλονύμφου κόρης<BR/>Ας γίνει ο γάμος μου Θεέ<BR/>δεντρί που θα καρπίσει<BR/>κι όλες τις χάρες της ψυχής<BR/>στα κλώνια του ν' ανθίσει:<BR/>την άγια του έρωτα χαρά, <BR/>την άκοιμη φροντίδα, <BR/>και του παιδιού την ευλογιά-<BR/>του κόσμου την ελπίδα.<BR/><BR/>Και να 'ναι η ένωση αυτή <BR/>πάνω Σου στηριγμένη-<BR/>να φέγγει απ' την ανάσα Σου, <BR/>το Φως Σου ν' ανασαίνει.<BR/><BR/>Και μες στο Χάος του Σήμερα <BR/>που όλα έχει ρημάξει <BR/>να πλέκει αυτή αθόρυβα <BR/>του Αύριο την Τάξη.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Παναγία<BR/>Παντάνασσα. Οδηγήτρα. Ελεούσα. <BR/>Επίσκεψις των καταπονουμένων. <BR/>Πανάχραντος. Πανύμνητος. Θεομήτωρ. <BR/>Μεσίτρια των χριστιανών. Η ελπίδα <BR/>Απελπισμένων. Η Αλουργίς η Θεία.<BR/> Άσπιλος. Ουρανών Υψηλοτέρα. <BR/>Πηγή Ζωής. Περίβλεπτος. Θεοφόρος. <BR/>Αχειροποίητος. Χαρά των ζώντων.<BR/> Πάνσεπτος. Προστασία αδικουμένων. <BR/>Άφλεκτος Βάτος και Λαβίς Πυρφόρος. <BR/>Πάναγνος. Χερουβίμ Ενδοξοτέρα. <BR/>Αμαρτωλών Εγγυήτρια. Πλατυτέρα....<BR/> Κι απλά για όλους μας: η Παναγία.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Σαν όνειρο<BR/>Τρανός καβαλάρης σε άλογο ολάσπρο <BR/>βοήθα να γίνω μια μέρα Χριοτέ μου. <BR/>Και μέσα να ζω σε πεντάμορφο κάστρο <BR/>που δε θα φοβάται ορμή όποιου ανέμου.<BR/><BR/>Και να 'ναι η ζωή μου το στέριο το κάστρο <BR/>και να 'ναι τα γκέμια ο άσφαλτος νους μου <BR/>και να 'ναι η ψυχή μου το άτι το αιθέριο <BR/>που δίνει φτερά στους θνητούς λογισμούς μου.<BR/><BR/>Και όταν η ώρα η άγια θε’ να 'ρθει <BR/>το άτι για πάντα το κάστρο ν' αφήσει,<BR/>σαν όνειρο να 'ναι παιδάκι που πλάθει <BR/>αφού χορτασμένο στον ύπνο βυθίσει.<BR/><BR/><BR/>Ενοχές<BR/>Κάθε το χέρι μου ή ο νους <BR/>που σ' αμαρτία απλώνει <BR/>θαρρείς καρφί κρατεί Χριστέ <BR/>και Σε ξαναοταυρώνει.<BR/><BR/>Και τότε τρέμω σύγκορμος <BR/>και σιωπηλά σπαράζω <BR/>και νοερά κάθε φορά <BR/>τη Θεία Σου Χάρη κράζω<BR/><BR/>και, ή την ψυχή μου, της ζητώ <BR/>απ' το σώμα να χωρίσει, <BR/>ή να την κάνει τους φρικτούς <BR/>φονείς Σου ν' αγαπήσει.<BR/><BR/><BR/>Προσευχή σώφρονος νέου<BR/>Κι αν μηχανές η γη έχει γεμίσει <BR/>που ολημερίς μιλούν αντί για μας, <BR/>εγώ ανθρώπινη ποθώ μια ζήση-<BR/>Συ θέλω στην ψυχή μου να μιλάς.<BR/><BR/>KΙ αν φτάσανε, Θεέ μου, στο φεγγάρι <BR/>ψηλότερα να φτάσω εγώ ζητώ-<BR/>εκεί που η χάρη Σου γλυκά μεθάει <BR/>το θείο Της δωρίζοντας ποτό.<BR/><BR/>Κι αν έχουνε βολάν κατευθυντήρια <BR/>κι οδήγησης συστήματα λογής, <BR/>στα γήινα θέλω εγώ τα ολετήρια <BR/>Εσύ το βήμα μου να οδηγείς.<BR/><BR/><BR/><BR/>Αιωνιότης<BR/>Κι αυτά που πέρασαν κι όσα θα 'ρθούνε<BR/>δεν εχαθήκανε.<BR/>To Πριν και το Ύστερα οτο Πνεύμα νήχονται<BR/>μέσα το Θείο Σου.<BR/>Κι ειν' αναρίθμητα κι όσα θα γίνουν<BR/>κι όσα γινήκανε-<BR/>η "ιστορία" μας σταγόνα αίματος<BR/>μες στο Σφαγείο Σου.<BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/><BR/>Έλεος<BR/>Κύριε απόψε τα θεριά <BR/>ουρλιάζουν αγριεμένα. <BR/>Η γη δείχνει τα νύχια της. <BR/>Αίμα σταλάζουν τ' άστρα.<BR/><BR/>Κύριε απόψε τα βουνά <BR/>πλακώνουν την ψυχή μας' <BR/>μάς σαβανώνει ο ουρανός.. <BR/>η θάλασσα μας πνίγει...<BR/><BR/>Έλεος Κύριε! Έλεος! <BR/>Είμαστε πλάσματά Σου! <BR/>Έλεος Κύριε! Δείξε μας <BR/>το άλλο πρόσωπό Σου.<BR/><BR/><BR/><BR/>Η επιστροφή του ασώτου<BR/>"Πατέρα γύρισα από κει που Συ με είχες στείλει-<BR/>κάλλιο από όπου μ' άφησες μονάχον μου να πάω. <BR/>Πρωί εκίνησα και να! ψυχομαχάει το δείλι <BR/>που νύχτωμα ένα προμηνά πολύδωρο και πράο.<BR/><BR/>Ολοζωής επήγαινα, Για λίγο αν σταματούσα <BR/>το χώμα επερπάταγε στα πόδι μου από κάτου' <BR/>σε μια ζωή αγιόρταστη και πολυτυραννούσα <BR/>μελετημένα κι άφευγα φέρναν τα βήματά του.<BR/><BR/>Κι ως προχωρούσα, δίπλα μου, όντα καθώς εμένα <BR/>βαδίζανε, μη ξέροντας κι αυτά για πού τραβάνε, <BR/>μόνο πηγαίνανε κι αυτά σαν έρμα και σαν ξένα<BR/>ή από πιόμα δυνατό σαν μεθυσμένα να 'ναι.<BR/><BR/>Καθένα μίλαγε άλληνε-δική του μία γλώσσα. <BR/>Κι άστοχη κάθε του βουλή και κάθε του ήταν πράξη. <BR/>Και «ποιος», αναρωτιόμουνα, «δύστυχα όντα τόσα, <BR/>ή θέλοντας ή άθελα τα 'χεν εκεί πετάξει;..»<BR/><BR/>Και όταν μέσα εκοίταζα στα μάτια τους ζητώντας <BR/>μια συνεννόησης σταλιά, μια σπίθα αδερφοσύνης, <BR/>εκείνα αντιθωρούσανε τα μάτια μου φρικιώντας <BR/>σαν αποτρόπαιο να 'τανε να παίρνεις και να δίνεις.<BR/><BR/>Κι όταν το χέρι μου άπλωνα ν' αγγίξω εν' άλλο χέρι <BR/>(για τι άλλο θα μου το 'δινες το χέρι μου πατέρα;) <BR/>αντίς για τ' άγγιγμα χεριού με χάραζε μαχαίρι <BR/>και ματωμένη κι αλγεινή κυλούσε η κάθε μέρα.<BR/><BR/>Τους μίλησα κι ανήκουστα τα λόγια μου ήρθαν πίσω. <BR/>Τους έδωσα κι ότι έδωσα πίσω άδοτο ερχόνταν. <BR/>Η ειρωνεία με δάγκωσε σαν ήρθε ν' αγαπήσω, <BR/>και όταν άναβα ένα φως από εκείνους σβηόνταν.<BR/><BR/>Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει.<BR/>Έτσι ταιριάζει σε νερά πελάγου ίσκιος δάσου. <BR/>Τόπος δεν ήτανε αυτός σε μένα να ταιριάζει-<BR/>δεν είμαι-όχι-στον τόπο μου σα βρίσκομαι μακριά Σου".<BR/><BR/>Την άσπρη και την κρύα Του ντυμένος ερημία<BR/>δίχως μιλιά σ Μαρμάρινος στεκόνταν ο Πατέρας, <BR/>φωνή σαν να μην ήχησε τριγύρω Του καμία <BR/>ή μάρμαρο λες να 'τανε κι ο γύρω Του αγέρας.<BR/><BR/>Και η αμέτοχη ήτανε και σοβαρή θωριά Του <BR/>ασάλευτα παράξενη κι άγρια γαληνεμένη<BR/>Και πέρα, πέρα, στο Άπειρο έβλεπε η ματιά Του. <BR/>Κι αμίλητα τα χείλια Του. Κι η γνώμη Του κρυμμένη.<BR/><BR/>Και το μαρμαροκάμωτο υφαίνοντάς Του δέρμα <BR/>πάνω Του συνωστίζονταν άπειρα πλήθη όντων-<BR/>όντων που θα τριγύριζαν αλλιώς μονάχα κι έρμα <BR/>στα ξερολίθια της στεριάς...στα κύματα των πόντων...<BR/>"Δέξου με στην αιώνια Σου Πατέρα αταραξία. <BR/>Κλέισε την ταραγμένη μου ψυχή μες στην ψυχή Σου.<BR/> Όλη όση εμοιράθηκε στην ύπαρξή μου αξία <BR/>είναι μικρό ένα μόριο να 'μαι της ύπαρξής Σου".<BR/><BR/>Ως απαντάει ο Βοριάς στ' αδύναμο πουλάκι<BR/>κι ως γνιάζονται για του γιαλού την πέτρα τ' άγρια<BR/>βύθη<BR/>έτσι κι ο Γίγας γνιάστηκε για κείνο τ' ανθρωπάκι<BR/>κι έτσι σε ότι εμίλησε Αυτός του αποκρίθη.<BR/><BR/>Και κείνο, με τα μάτια του να του θαμπώνουν όλο <BR/>το δρόμο προς του Γίγαντα πήρε το ποδονύχι <BR/>τον Μέγα όπως τ' Ουρανού τον Ατελείωτο Θόλο <BR/>κι Άσπρον καθώς το συνηθούν του Κοιμητήριου οι Τοίχοι.<BR/><BR/> <BR/>Δε θέλουμε ποίητές!<BR/>-Πώς λέγεται ο πελάτης σας;<BR/>-Ιησούς.<BR/>-Κι ο τόπος του καταγωγής;<BR/>-Η Ναζαρέτ.<BR/>-Τ' όνομα του πατέρα του;<BR/>-Ιωσήφ.<BR/>-Και επαγγέλεται;<BR/>-Ποιητής.<BR/>-Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.<BR/>Έχουνε τόσο διάφορες συνήθειες από μας...<BR/>Καλά είμαστε τακτοποιημένοι<BR/>με τα εργοστάσια...<BR/>με τα όπλα...<BR/>με τις μηχανές μας...<BR/>Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε. Δε θέλουμε ποιητές.<BR/>Έχετε τόσα εναντίον σας...<BR/>Θέλετε ν' αγαπάει ένας τον άλλο.<BR/>Πώς θ' αγαπήσω κάποιον<BR/>που θέλει να μου πάρει τα λεφτά<BR/>(αλήθεια επισκεφτήκατε ποτέ σας ψυχολόγο);<BR/>Ακόμα λέτε...για να δω...<BR/>Α! Ναι! Μακάριοι οι πτωχοί...<BR/>με συγχωρείτε που γελώ-<BR/>συνήθως ξέρετε είμαστ' ευγενέστατοι εδώ..<BR/>Κύριε Ιησού λυπούμαι-θα σας διώξουμε.. Δε θέλουμε ποιητές.<BR/>Πάρτε τον!<BR/>Ο στρατιώτης<BR/>θα σας διαβάσει τα δικαιώματά σας-<BR/>σε μας<BR/>και οι φυλακισμένοι έχουν, κύριε, δικαιώματα.<BR/>Πηγαίνετε.<BR/>Περνώντας από τη Γεθσημανή μπορείτε αν θέλετε<BR/>να κάνετ' ένα τηλεφώνημα.<BR/>Δε θέλουμε ποιητές.<BR/> -----<BR/><BR/>Γεώργιος ΧολιαστόςKleon Gelastoshttps://www.blogger.com/profile/03908794836610124198noreply@blogger.comtag:blogger.com,1999:blog-7243764849118373149.post-89054967087932334722008-06-01T14:22:00.000-07:002008-06-01T14:22:00.000-07:00Αγαπητοί συνάδελφοι,πέρασα τα νέα στοιχεία στο γνω...Αγαπητοί συνάδελφοι,<BR/><BR/>πέρασα τα νέα στοιχεία στο γνωστό ποστ στο Μανιτάρι του ΒΟυνού.<BR/><BR/>Ευχαριστώ.Μανιτάρι του Βουνούhttps://www.blogger.com/profile/02363311794645782088noreply@blogger.com